οὔρησε

οὔρησε
οὐρέω
make water
aor ind act 3rd sg (homeric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ουρώ — (I) (Α οὐρῶ, έω) 1. αποβάλλω τα ούρα, κατουρώ 2. αποβάλλω κάτι μαζί με τα ούρα («ούρησε αίμα») αρχ. 1. παθ. οὐροῡμαι, έομαι προκαλώ την έκκριση ούρων, είμαι διουρητικός 2. (η μτχ. τού ουδ. τού μέσ. ενεστ. ως ουσ.) τὸ οὐρούμενον το ούρημα. [ΕΤΥΜΟΛ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”